- κιβωτοειδής
- κιβωτοειδής, -ές (Α)αυτός που έχει σχήμα κιβωτού, όμοιος με κιβώτιο ή κιβωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + -ειδής (< είδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιβωτοειδές — κιβωτοειδής like a chest masc/fem voc sg κιβωτοειδής like a chest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό … Dictionary of Greek